- σφήνωση
- η / σφήνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, -ώνω]το σφήνωμανεοελλ.στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιώναρχ.1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ σφήνωσιν τοῡ περί τὰ νεῡρα πνεύματος ἔχοντος», Πλούτ.)2. (για τους λίθους στην κύστη) δύσκολη δίοδος3. (για πόρους) έμφραξη4. (για έμβρυο) συμπίεση5. φρ. «σφήνωσις τῆς κεφαλῆς» — κρυολόγημα (Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.